- συνηγορώ
- συνηγορώ, συνηγόρησα βλ. πίν. 73
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
συνηγορώ — συνηγορῶ, έω, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνηγορῶ, έω, και αιολ. τ. συναγορῶ, έω, Α [συνήγορος] 1. μιλώ υπέρ κάποιου, τόν υποστηρίζω 2. (νομ.) εκτελώ χρέη συνηγόρου, αγορεύω ενώπιον δικαστηρίου προκειμένου να υποστηρίξω το δίκαιο ενός διαδίκου νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
συνηγορώ — συνηγόρησα 1. υποστηρίζω ηθικά, είμαι υπέρ: Όλα συνηγορούν υπέρ αυτής της άποψης. 2. υποστηρίζω κάποιον με λόγους, κυρίως στο δικαστήριο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συνηγορῶ — συνηγορέω plead in court pres subj act 1st sg (attic epic doric) συνηγορέω plead in court pres ind act 1st sg (attic epic doric) συνηγορέω plead in court pres subj act 1st sg (attic epic doric) συνηγορέω plead in court pres ind act 1st sg (attic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνηγόρῳ — συνήγορος speaking with masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυνηγόρῳ — συνηγόρῳ , συνήγορος speaking with masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνηγόρωι — συνηγόρῳ , συνήγορος speaking with masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασυνηγόρητος — η, ο (AM ἀσυνηγόρητος, ον) [συνηγορώ] αυτός που δεν έχει συνήγορο, που είναι ανυπεράσπιστος αρχ. μσν. αθεμελίωτος, αστήριχτος … Dictionary of Greek
μελαγχολώ — έω (ΑM μελαγχολώ, άω) [μελάγχολος] νεοελλ. 1. πάσχω, κατέχομαι από δυσθυμία, από μελαγχολία 2. κάνω κάποιον μελαγχολικό, χαλώ τη διάθεση κάποιου νεοελλ. μσν. είμαι ή γίνομαι βαρύθυμος, άκεφος μσν. εξοργίζομαι, αγανακτώ αρχ. κατέχομαι από μανία,… … Dictionary of Greek
προηγορώ — έω, δωρ. τ. προαγορέω, Α [προήγορος] 1. είμαι συνήγορος κάποιου στο δικαστήριο, συνηγορώ, υπερασπίζω κάποιον («προηγόρει δὲ αὐτῶν Θηραμένης», Ξεν.) 2. (για Ρωμαίους υπάτους) είμαι αρχαιότερος στη σειρά 3. (στον δωρ. τ.) προαγορέω έχω το αξίωμα… … Dictionary of Greek
προσκήπτω — Α (κατά τον Ησύχ.) προσημαίνω, προλέγω, προμηνύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + σκήπτω «υπερασπίζομαι, λέω κάτι για δικαιολόγηση, συνηγορώ»] … Dictionary of Greek